εστιοτρόφος

εστιοτρόφος
ἑστιοτρόφος, -ον (Μ)
αυτός που τρέφεται στην εστία, στον οίκο, ο οικόσιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εστία + -τροφος (< τρέφω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”